Πρόκειται για καταστροφή του αρθρικού χόνδρου της επιγονατίδας. Ο όρος “χονδροπάθεια επιγονατίδας” δεν χρησιμοποιείται πλέον και έχει αντικατασταθεί από τους όρους “πρόσθιος πόνος του γόνατος” και “σύνδρομο επιγονατιδομηριαίας άρθρωσης”.
Φυσιολογικά, η επιγονατίδα κινείται κατά την κάμψη και έκταση του γόνατος μέσα στην μεσοκονδύλιο εντομή του μηρού, η οποία αποτελεί μια αύλακα μεταξύ του έξω και έσω μηριαίου κονδύλου. Η πρόσθια επιφάνεια της μεσοκονδύλιας εντομής και η οπίσθια επιφάνεια της επιγονατίδας καλύπτονται από αρθρικό χόνδρο. Ο αρθρικός χόνδρος αποτελεί ένα λεπτό και ελαστικό περίβλημα των αρθρικών αυτών επιφανειών και εξασφαλίζει την ομαλή και ανώδυνη μεταξύ τους κίνηση.
Η καταστροφή του αρθρικού χόνδρου οφείλεται κατά κανόνα σε ανώμαλή πορεία της επιγονατίδας εντός της μεσοκονδύλιας εντομής. Ανατομικές παραλλαγές, ασύμετρη μυϊκή ισχύς και συνδεσμική χαλαρότητα της άρθρωσης του γόνατος δεν ευνοούν την ομαλή και σταθερή πορεία της επιγονατίδας κατά τις κινήσεις της επιγονατιδομηριαίας άρθρωσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα της προς τα έξω συνήθως παρεκτόπιση της επιγονατίδας και την πρόσκρουσή της στον έξω μηριαίο κόνδυλο κατά την κάμψη του γόνατος. Το ελαφρύ υπεξάρθρημα της επιγονατίδας προκαλεί μια επαναλαμβανόμενη πρόσκρουσή της στον έξω μηριαίο κόνδυλο, με συνέπεια τη σταδιακή φθορά του αρθρικού χόνδρου και των δύο οστών.
Η χονδροπάθεια επιγονατίδας προκαλεί ένα χαρακτηριστικό αίσθημα πόνου στον ασθενή. Ο πόνος εντείνεται κατά τις κινήσεις κάμψης του γόνατος (κατέβασμα σκαλοπατιών, αναρρίχηση, παρατεταμένο κάθισμα σε καρέκλα). Στις θέσεις αυτές, η επιγονατίδα βρίσκεται σε μέγιστη επαφή με τον μηρό και οι πιέσεις που ασκούνται σε αμφότερα τα οστά είναι μεγάλες.
Κλινικά, η διάγνωση προκύπτει με τη λήψη του ιστορικού και την περιγραφή του χαρακτήρα του πόνου από τον ασθενή. Ο ορθοπαιδικός επιβεβαιώνει τον ερεθισμό του αρθρικού χόνδρου της επιγονατίδας με ειδικές δοκιμασίες και με απλό απεικονιστικό έλεγχο.
Αν και ο αρθρικός χόνδρος δεν απεικονίζεται στις απλές ακτινογραφίες, μπορούμε ωστόσο με τις κατάλληλες λήψεις, να διαπιστώσουμε την λανθαμένη πορεία της επιγονατίδας εντός της μεσοκονδύλιας εντομής και να επιβεβαιώσουμε την αρχική μας υποψία. Μέτριες και σοβαρές βλάβες του αρθρικού χόνδρου είναι εμφανείς στη μαγνητική τομογρραφία. Στις περιπτώσεις αυτές, τα συμπτώματα είναι έντονα και πιθανώς ο απεικονιστικός έλεχος να αποτελεί μέρος ενός γενικότερου προεγχειρητικού ελέγχου.
Η θεραπεία του αρθρικού χόνδρου ποικίλει σε κάθε περίπτωση, με αποτέλεσμα και η αντιμετώπιση του πρόσθιου πόνου του γόνατος να εξατομικεύεται στον εκάστοτε ασθενή.
Γενικά, σε αρχικά στάδια με μικρές χόνδρινες βλάβες, στόχος είναι η διόρθωση της λανθασμένης πορείας της επιγονατίδας, εφαρμόζοντας συστηματικό πρόγραμμα φυσικοθεραπείας. Η φυσική αποκατάσταση στοχεύει στην όσο το δυνατό βελτίωση της συνδεσμικής χαλαρότητας και στη μυίκή ενδυνάμωση των αδύναμων μυϊκών ομάδων που σχετίζονται με την κίνηση της επιγονατίδας.
Σε μέτριες και μεγάλες χόνδρινες βλάβες, η θεραπεία αρχικά είναι χειρουργική και περιλαμβάνει δύο σκέλη. Αφενός γίνεται διόρθωση και αποκατάσταση των χόνδρινων βλαβών, αφετέρου αποκαθίσταται το παθολογικό ανατομικό υπόβαθρο που επιτρέπει το προς τα έξω υπεξάρθρημα της επιγονατίδας. Αρχικά, διενεργείται αρθροσκοπική αξιολόγηση της χόνδρινης βλάβης και στη συνέχεια καθορίζεται η κατάλληλη θεραπεία.
Η χόνδρινες βλάβες αντιμετωπίζονται με βάση ένα καθιερωμένο πρωτόκολλο αποκατάστσης των χόνδρινων βλαβών του γόνατος (τρυπανισμοί σε αβαθείς βλάβες, καλλιέργεια χόνδροκυττάρων ή χρήση βλαστοκυττάρων για δημιουργία χόνδρινου μοσχεύματος σε βαθύτερες βλάβες).
Η αποκατάσταση της κινηματικής της επιγονατιδομηριαίας άρθρωσης περιλαμβάνει επεμβάσεις σε συνδέσμους του γόνατος (χαλάρωση των έξω συνδέσμων, ενίσχυση των έσω), ανακατασκευή των χαλαρών συνδέσμων (έσω καθεκτικός) με χρήση τενόντιου μοσχεύματος, μετατόπιση της κατάφυσης του επιγονατιδικού τένοντα προς τα έσω ή συνδυασμό τεχνικών.