Η μηροκοτυλιαία πρόσκρουση περιγράφει την πρόσκρουση της κεφαλής του μηριαίου στην κοτύλη. Πρόκειται για μια ανατομική ιδιαιτερότητα της άρθρωσης του ισχίου, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σταδιακά σε οστεοαρθρίτιδα.
Η πάθηση διακρίνεται σε τρεις τύπους:
- Τύπος CAM: εξάλειψη του φυσιολογικού αυχένα της μηριαίας κεφαλής
- Τύπος PINCER: Αύξηση της καμπυλότητας της κοτύλης
- Μεικτός τύπος
Χαρακτηριστικό όλων των τύπων μηροκοτυλιαίας πρόσκρουσης είναι η απώλεια εύρους κίνησης της άρθρωσης. Το μηριαίο οστούν δηλαδή έρχεται “πιο γρήγορα” σε επαφή με την κοτύλη, οπότε η άρθρωση “χάνει” κάποιες μοίρες ευρους κίνησης.
Στα αρχικά στάδια, ο ασθενής με μηροκοτυλιαία πρόσκρουση νιώθει πόνο στο ισχίο του.
Σε προχωρημένα στάδια, παρατηρείται δυσκαμψία και επώδυνη στροφή της άρθρωσης.
Ο απεικονιστικός έλεγχος με ακτινογραφία θα αναδείξει την ιδιαιτερότητα της ανατομίας της περιοχής, ενώ η μαγνητική τομογραφία μπορεί να αναδείξει κακώσεις των πέριξ μαλακών μορίων (ρήξη επιχείλιου χόνδρου κοτύλης).
Η αντιμετώπιση της πάθησης είναι κατά βάση συντηρητική και περιλαμβάνει φυσικοθεραπεία, ασκήσεις ενδυνάμωσης του ισχίου και ενδοαρθρικές εγχύσεις βιολογικών παραγόντων. Σε μέτρια στάδια, έχει θέση η αρθροσκόπηση του ισχίου και σε προχωρημένα πλέον στάδια (οστεοαρθρίτιδα), ανάλογα με την ηλικία και το λειτουργικό επίπεδο του ασθενούς, υπάρχει η ένδειξη για ολική αρθροπλαστική ισχίου.