Η ακρωμιοκλειδική άρθρωση αποτελεί τη σύνδεση της κλείδας με το ακρώμιο και συμβάλλει στη σταθερότητα της ωμικής ζώνης κατά τις κινήσεις του άνω άκρο υ. Η συμβολή της άρθρωσης στην εύρυθμη λειτουργία του ώμου φαίνεται από την πολυπλοκότητα των συνδέσμων της.
Η σταθερότητα της ακρωμιοκλειδικής επιτυγχάνεται από δύο κυρίως συνδέσμους:
Ακρωμιοκλειδικός. Ενώνει την κλείδα με το ακρώμιο και παρέχει σταθερότητα στο οριζόντιο επίπεδο, περιορίζοντας την προσθιοπίσθια μετατόπιση της κλείδας ως προς το ακρώμιο.
Κορακοκλειδικός. Ενώνει την κορακοειδή απόφυση με το έξω τριτημόριο της κλείδας και προσφέρει σταθερότητα στο κατακόρυφο επίπεδο, περιορίζοντας την προς τα άνω/κάτω μετατόπιση της κλείδας ως προς το ακρώμιο.
Το εξάρθρημα της ακρωμιοκλειδικής συμβαίνει σε περιπτώσεις τραυματισμών της άρθρωσης και ρήξης των συνδέσμων της.
Ανάλογα με τη βαρύτητα της κάκωσης, τα εξαρθρήματα της ακρωμιοκλειδικής ταξινομούνται σε έξι κατηγορίες (Τύπος Ι έως VI).
Ανάλογα με τον τύπο του εξαρθρήματος, τα συμπτώματα κυμαίνονται από ήπιο πόνο στην περιοχή της ακρωμιοκλειδικής, έως έντονη παραμόρφωση της άρθρωσης και αδυναμία χρήσης του άνω άκρου.
Η διάγνωση γίνεται με βάση το ιστορικό, την κλινική εξέταση και την απλή ακτινογραφία.
Η θεραπεία για τους τύπους Ι και ΙΙ είναι συντηρητική (μη χειρουργική) και περιλαμβάνει ανάρτηση του ώμου, παυσίπονα και παγοθερπαεία.
Η αντιμετώπιση για τους τύπους IV, V, VI είναι απολύτως χειρουργική και περιλαμβάνει ανοικτή ανάταξη και σταθεροποίηση της άρθρωσης με ειδικές τεχνικές.
Η αντιμετώπιση των εξαρθρημάτων τύπου ΙΙΙ είναι αμφιλεγόμενη. Γενικά, έχει επικρατήσει η τάση να αντιμετωπίζουμε τα εξαρθρήματα αυτά χειρουργικά μόνο σε περιπτώσεις ερασιτεχνών και επαγγελματιών αθλητών. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, η συντηρητική αντιμετώπιση έχει πολύ καλά αποτελέσματα και επιτρέπει στον ασθενή να επιστρέψει στο προ της κάκωσης επίπεδο δραστηριότητας.